κυανοῦ

κυανοῦ
κυάνεος
made of
masc/neut gen sg (attic epic)
κυανέω
to be dark in colour
pres imperat mp 2nd sg (attic)
κυανέω
to be dark in colour
imperf ind mp 2nd sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κυάνου — κύανος dark blue enamel masc/neut gen sg κύανος dark blue enamel masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χαρτούμ — (Ελ Χαρτούμ). Πόλη (1.802.299 κάτ.), πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (20.971 τ. χλμ.) και του Σουδάν. Βρίσκεται σε ύψος 390 μ. από την επιφάνεια της θάλασσας, στη συμβολή του Λευκού Νείλου και του Κυανού Νείλου· η κύρια πόλη καταλαμβάνει θέση… …   Dictionary of Greek

  • ακυανοψία — Μορφή δυσχρωματοψίας κατά την οποία εκείνοι που πάσχουν από αυτήν δεν έχουν φυσιολογική αντίληψη του κυανού χρώματος. Τα άτομα αυτά αποτελούν το 1% των διχρωματόπων, των ανθρώπων δηλαδή που αναγνωρίζουν μόνο τα δύο από τα τρία βασικά χρώματα. * * …   Dictionary of Greek

  • πράσινος — η, ο / πράσινος, η, ον και πράσινος, ον, ΝΑ [πράσον] 1. αυτός που έχει το χρώμα τού πράσου, τού νωπού χόρτου, δηλαδή το χρώμα που προκύπτει από τη μίξη τού κίτρινου και τού κυανού 2. το ουδ. ως ουσ. το πράσινο(ν) το σύνολο τών φυτών, η βλάστηση ή …   Dictionary of Greek

  • MERACUM seu MERUM — in coloribus, dilutiori opponitur: sic ἄκρατον μέλαν Aristoteli de Color. Et Theophrasto, ἄκρατα λειώματα κυανοῦ, quae τοῖς ὑδαρεςτέροις opponuntur, mere caerulea expolitionibus pallidioribus. Philargyrus, In consuetudine dicimus meracius satura …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • άιξ — (Αστρον.). Ο αστέρας α Ηνίοχου. Είναι ο λαμπρότερος αστέρας του αστρικού αυτού σχηματισμού και ένας από τους λαμπρότερους σε όλο τον ουρανό. Η ονομασία προέρχεται από το γεγονός ότι το αστρικό αυτό συγκρότημα απεικονίζει στον ουρανό έναν άντρα… …   Dictionary of Greek

  • αιξ — (Αστρον.). Ο αστέρας α Ηνίοχου. Είναι ο λαμπρότερος αστέρας του αστρικού αυτού σχηματισμού και ένας από τους λαμπρότερους σε όλο τον ουρανό. Η ονομασία προέρχεται από το γεγονός ότι το αστρικό αυτό συγκρότημα απεικονίζει στον ουρανό έναν άντρα… …   Dictionary of Greek

  • ηλιογράφος — Όργανο για τη μέτρηση της πραγματικής ηλιοφάνειας. Οι η. διακρίνονται σε δύο κατηγορίες: α) αυτούς που χρησιμοποιούν τη θερμαντική ισχύ της ηλιακής ακτινοβολίας και β) αυτούς που χρησιμοποιούν τη χημική δράση της ορατής και της υπεριώδους ηλιακής …   Dictionary of Greek

  • ιώδης — (I) ες (Α ἰῶδης, ες) [ίον] 1. αυτός που έχει το χρώμα τού ίου, ιόχρους, μενεξεδής 2. το ουδ. ως ουσ. το ιώδες α) το χρώμα που παράγεται από την ανάμιξη τού ερυθρού και τού κυανού, ως οπτικών αισθημάτων β) είδος τών ιωδών χρωστικών, με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”